ηλεκτροεγκεφαλογραφία

ηλεκτροεγκεφαλογραφία
(ΗΕΓ). Μέθοδος νευρολογικής εξέτασης της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου, κατά την οποία καταγράφονται οι μεταβολές των διαφορών δυναμικού ανάμεσα στα εγκεφαλικά κύτταρα. Η μέθοδος επινοήθηκε και εφαρμόστηκε στον άνθρωπο από τον Γερμανό ψυχίατρο Χ. Μπέργκερ, το 1929, ενώ τελειοποιήθηκε με μεταγενέστερες έρευνες άλλων επιστημόνων. Χρησιμοποιείται ευρύτατα για τη διάγνωση ασθενειών του εγκεφάλου (κυρίως της επιληψίας), για τον εντοπισμό εγκεφαλικών βλαβών και τη διερεύνηση διαταραχών του ύπνου. Εφαρμόζεται στον ασθενή ως εξής: τα ηλεκτρόδια τοποθετούνται στο τριχωτό του κεφαλιού αγγίζοντας το δέρμα. Επειδή οι διαφορές του δυναμικού είναι ασθενείς (100-150 μικροβόλτ), ενισχύονται μέσω ισχυρών ενισχυτών. Η διαφορά δυναμικού δρα στον ηλεκτρομαγνήτη, προκαλώντας έτσι τη μετατόπιση του στύλου καταγραφής, με τον οποίο γίνεται η εγγραφή στο χαρτί. Το διάγραμμα που προκύπτει ονομάζεται ηλεκτροεγκεφαλογράφημα. Το επίπεδο ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ευθεία γραμμή) είναι αποδεικτικό εγκεφαλικού θανάτου. Οι διαφορές του δυναμικού είναι δυνατόν να καταγραφούν μεταξύ δύο ηλεκτροδίων, που τοποθετούνται στο δέρμα του κρανίου (διπολική μέθοδος), ή μεταξύ ενός ηλεκτροδίου που τοποθετείται στο δέρμα του κρανίου και ενός άλλου που εφαρμόζεται μακριά (μονοπολική μέθοδος). Τα είδη των κυμάτων που καταγράφονται κατατάσσονται βάσει της συχνότητάς τους σύμφωνα με το ελληνικό αλφάβητο (α, β κλπ.).
* * *
η
ιατρ. η καταγραφή τών ηλεκτρικών δυναμικών που παράγονται από τον εγκέφαλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electroencephalograph < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + encephalograph < encephalο- (πρβλ. εγκέφαλος) + graph (πρβλ. -γραφος < γράφω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιληψία — Χρόνια παροξυσμική και πρόσκαιρη διαταραχή της εγκεφαλικής λειτουργίας που εμφανίζεται ξαφνικά, παύει αυτόματα και έχει την τάση να επαναλαμβάνεται. Η νόσος αποτελεί την κλινική εκδήλωση αυτόματης διέγερσης των νευρώνων έτσι ώστε κατά τη διάρκεια …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροφυσιολογία — Η μελέτη των μεταβολών των ηλεκτρικών δυναμικών των ζωντανών ιστών και ειδικότερα του νευρικού συστήματος. Οι βασικές εφαρμογές της η. στον κλινικό τομέα αντιπροσωπεύονται από την ηλεκτροεγκεφαλογραφία, που μελετά την ηλεκτρική δραστηριότητα του… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροβιογένεση — Η παραγωγή ηλεκτρισμού από ζωντανούς οργανισμούς. Το φαινόμενο αυτό ήταν ήδη γνωστό (ηλεκτροφόρα ψάρια), αλλά καθορίστηκε και ποσοτικά με τις έρευνες του Ντι Μπουά Ρεϊμόν, του Ντ’ Αρσονβάλ και του Μαρέ. Ο Ντ’ Αρσονβάλ μάλιστα υπολόγισε την τάση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”